υποπερίοδος

υποπερίοδος
η, Ν
γεωλ. παλαιότερη υποδιαίρεση τού γεωλογικού χρόνου, που αποτελούσε τμήμα τής περιόδου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποπερίοδος — η χρονικό διάστημα που αποτελεί τμήμα γεωλογικής περιόδου του προϊστορικού παρελθόντος της γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιόκαινος — Υποπερίοδος του παλαιογενούς συστήματος. Διαιρείται σε κατώτερη και ανώτερη βαθμίδα. Η ονομασία προτάθηκε από τον Γερμανό παλαιοβοτανολόγο Π. Σέχιμπερ (Sehimper) το 1874. * * * και παλαιοηώκαινος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ηώκαινος — η, ο γεωλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην ηώκαινη υποπερίοδο («ηώκαινη διάπλαση στρωμάτων) 2. γεωλ. το ουδ. ως ουσ. το ηώκαινο μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τής τριτογενούς περιόδου τής γης και τών πετρωμάτων της, αλλ. ηώκαινη υποπερίοδος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος του καινοζωικού αιώνα, μεταξύ ηώκαινου (αρχαιότερο) και μειόκαινου (νεότερο). Μαζί με το παλαιόκαινο και το ηώκαινο αποτελούν το παλαιογενές. Διήρκεσε περίπου 15 εκατ. χρόνια και υποδιαιρείται σε 4 βαθμίδες: λαττόρφιο,… …   Dictionary of Greek

  • πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… …   Dictionary of Greek

  • ασγίλια βαθμίδα — Η νεότερη από τις πέντε βαθμίδες στις οποίες υποδιαιρείται η κατώτερη σιλούρια περίοδος (δηλαδή η ορδοβίσια υποπερίοδος) του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της α.β. έχουν ως χαρακτηριστικό τους απολίθωμα ένα γένος τριλοβιτών και βρέθηκαν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • βουρδιγάλιο — Η μία από τις τρεις εποχές στις οποίες υποδιαιρείται η μειόκαινη υποπερίοδος του τριτογενούς, του καινοζωικού αιώνα της Γης. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία, ανάμεσα στα απολιθώματα, προβοσκιδωτών ζώων και ανθρωπόμορφων πιθήκων …   Dictionary of Greek

  • δαουντόνιο — (downtonien). Η κατώτερη από τις τρεις εποχές στις οποίες υποδιαιρείται η κατώτερη δεβόνιος υποπερίοδος του παλαιοζωικού αιώνα. Ορισμένοι γεωλόγοι θεωρούν ότι το δ. αποτελεί το ανώτατο όριο της σιλούριου υποπεριόδου του παλαιοζωικού αιώνα, καθώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”